- φαλαινίτης
- ο мор. матрос с вельбота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαλαινίτης — ο, Ν καθένας από τους κωπηλάτες και, γενικότερα, τους ναύτες που αποτελούσαν το πλήρωμα φαλαινίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαινα + κατάλ. ίτης*. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. φαλαινῖται, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek